υδροκέφαλος

υδροκέφαλος
-η, -ο
1. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία (βλ. λ.), ο υδροκεφαλικός.
2. μτφ., που έχει το κύριο, το κεντρικό μέρος του δυσανάλογα μεγάλο: Υδροκέφαλο κράτος.
3. μτφ., δυσανάλογος, ασύμμετρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδροκέφαλος — η, ο / ὑδροκέφαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός 2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τόν συγκροτούν («υδροκέφαλο… …   Dictionary of Greek

  • hidrocéfalo — (Del gr. hydor, agua + kephale, cabeza.) ► adjetivo MEDICINA Que padece hidrocefalia. * * * hidrocéfalo, a (del gr. «hydroképhalos») adj. Med. Afectado de hidrocefalia. * * * hidrocéfalo, la. (Del gr. ὑδροκέφαλος). adj. Que padece hidrocefalia.… …   Enciclopedia Universal

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλύδρωψ — και κεφαλύδερος, ο υδροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ύδρ ωψ < θ. ὕδρ (τού ὕδωρ, πρβλ. ἄν υδρ ος) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ευρύ ωψ, ελίκ ωψ] …   Dictionary of Greek

  • τοξοπλάσμωση — Συγγενής ή επίκτητη λοίμωξη που προκαλείται από ένα πρωτόζωο, ενδοκυτταρικό παράσιτο (Toxoplasma Gondii), που προσβάλλει τα σπλάγχνα, τα μάτια και το νευρικό σύστημα. Στην επίκτητη τ., οξείας γενικά διαδρομής, παρατηρούνται διάφορες μορφές:… …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδροκεφαλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκεφαλία 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία 3. μτφ. υδροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροκεφαλία. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Γρ. Χρυσοβέργη] …   Dictionary of Greek

  • υδροκεφαλισμός — ο, Ν μτφ. υπέρμετρος συγκεντρωτισμός, υδροκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροκέφαλος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • υδροκεφαλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκεφαλία (βλ. λ.), υδρεγκεφαλικός. 2. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, ο υδροκέφαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • hidrocéfalo — hidrocéfalo, la (Del gr. ὑδροκέφαλος). 1. adj. Que padece hidrocefalia. 2. m. ant. hidrocefalia …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”